πεντακοσιόδραχμο(ν)
Смотреть что такое "πεντακοσιόδραχμο(ν)" в других словарях:
πεντακοσιόδραχμος — η, ο / πεντακοσιόδραχμος, ον, ΝΑ αυτός που αποτελείται από 500 δραχμές νεοελλ. 1. αυτός που αξίζει πεντακόσιες δραχμές 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντακοσιόδραχμο χαρτονόμισμα αξίας πεντακοσίων δραχμών, πεντακοσάρικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντακόσιοι, αι, α… … Dictionary of Greek